- ἀβρόχως
- ἄβροχοςunwettedadverbialἄβροχοςunwettedmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
немокрьно — (2*) нар. Посуху: како взида кивотъ. иерѣи носи(м). немокрено преиде. и стухи˫а прiнудивъ водѣ сгустѣти. (ἀβρόχως) ГБ XIV, 166в; тогда глубину прешествова немокрено из҃ль. Пал 1406, 125б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
υποπλέω — ὑποπλέω, ΝΜΑ, και ιων. ποιητ. τ. ὑποπλώω, Α [πλέω] ναυτ. πλέω κοντά στην ξηρά αποφεύγοντας τον άνεμο, παραπλέω τις ακτές μσν. μτφ. (σχετικά με μια αρνητική κατάσταση) μένω ανέγγιχτος («παρανομίας θάλασσαν ύπέπλευσαν άβρόχως», Μηναί.) αρχ. πλέω… … Dictionary of Greek